- τέλμα
- το, -ατος1. στάσιμο νερό με λάσπη, βούρκος, βάλτος.2. μτφ., αδιέξοδο: Οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε τέλμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τέλμα — standing water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέλμα — το, ΝΜΑ έλος, βάλτος, βούρκος (α. «ο κάμπος μετατράπηκε σε ένα τεράστιο τέλμα» β. «ὥσπερ περὶ τέλμα μύρμηκας ἤ βατράχους», Πλάτ.) νεοελλ. μτφ. αδιέξοδο («η κατάσταση έχει περιέλθει σε τέλμα») αρχ. 1. η ιλύς που συγκεντρώνεται στην όχθη ποταμού 2 … Dictionary of Greek
τέλμ' — τέλμα , τέλμα standing water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελμάτων — τέλμα standing water neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέλμασι — τέλμα standing water neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέλμασιν — τέλμα standing water neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέλματα — τέλμα standing water neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέλματι — τέλμα standing water neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέλματος — τέλμα standing water neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελματιαίος — α, ο / τελματιαῑος, αία, ον, ΝΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέλμα («ὕδατα τελματιαῑα», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που έχει ή που σχηματίζει τέλμα («ποταμοὶ τελματιαῑοι», Αριστοτ.) 2. φρ. «ζῷα τελματιαῑα» ζώα που ζουν σε τέλματα (Αριστοτ.).… … Dictionary of Greek